συγχωρημα

συγχωρημα
    συγχώρημα
    συγ-χώρημα
    -ατος τό уступка, согласие, разрешение
    

(περί τινος Polyb.)

    σ. τῆς τιμῆς Plut. — оказание почестей


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συγχωρημα" в других словарях:

  • συγχώρημα — concession neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχώρημα — τὸ, Α [συγχωρῶ] 1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.) 2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • συγχωρήματα — συγχώρημα concession neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχωρήματι — συγχώρημα concession neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»